- ελεφαντένιος
- -α, -ο1. ελεφάντινος2. (για ξίφος) αυτός που έχει λαβή από ελεφαντόδοντο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ελεφαντένιος, -ια, -ιο — 1. ο κατασκευασμένος από ελεφαντόδοντο, ελεφάντινος, φιλντισένιος: Στο ελεφαντένιο αδράχτι (Ι. Γρυπάρης). 2. (για ξίφος), που έχει λαβή από ελεφαντόδοντο: Και τραγουδούσαν το σπαθί το ελεφαντένιο (Κ. Παλαμάς) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελεφάντινος — η, ο 1. που ανήκει ή αναφέρεται στον ελέφαντα, που είναι του ελέφαντα. 2. ελεφαντένιος (βλ. λ.,1). 3. ο λευκός σαν το ελεφαντοκόκαλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)